- δαιμονίζω
- -ισα, -ίστηκα, δαιμονισμένος, προκαλώ, ερεθίζω κάποιον, τον κάνω έξαλλο: Δαιμονίστηκα από τις αταξίες των παιδιών και παραφέρθηκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δαιμονίζω — δαιμονίζω, δαιμόνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δαιμονίζω — (μέσ., δαιμονίζομαι) (AM δαιμονίζομαι) [δαίμων] Ι. δαιμονίζω νεοελλ. κάνω κάποιον να δαιμονιστεί, ερεθίζω, τρελαίνω II. δαιμονίζομαι κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα μσν. νεοελλ. 1. πάσχω από επιληψία 2. εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών 3 … Dictionary of Greek
αδαιμόνιστος — η, ο [δαιμονίζω] αυτός που δεν προσβλήθηκε από διαμόνια, ο μη δαιμονισμένος … Dictionary of Greek
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek
δαιμονισμένος — η, ο βλ. δαιμονίζω … Dictionary of Greek
δαιμονιστής — ο [δαιμονίζω] ο δαιμονολάτρης, αυτός που πιστεύει στους δαίμονες 2. όποιος έχει τη συνήθεια να δαιμονίζει ή να ερεθίζει τους άλλους … Dictionary of Greek
δαιμόνισμα — το [δαιμονίζω] 1. το να δαιμονίζει κανείς κάποιον 2. το να είναι κάποιος δαιμονισμένος 3. το συνεχές, ενοχλητικό πείραγμα … Dictionary of Greek
φρενιάζω — Ν 1. (μτβ.) κάνω κάποιον έξω φρενών, εξοργίζω, δαιμονίζω 2. (αμτβ.) α) γίνομαι έξω φρενών, εξοργίζομαι, δαιμονίζομαι β) κάνω πολύ θόρυβο γ) είμαι σε έκσταση, σε ιερή μανία («πια ο ψάλτης δε φρενιάζει... στης ορφικής κιθάρας γερμένος τη χορδή»,… … Dictionary of Greek
παροργίζω — παρόργισα, παροργίστηκα, παροργισμένος, εξάπτω, εξοργίζω, νευριάζω, θυμώνω, δαιμονίζω κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρενιάζω — φρένιασα, φρενιασμένος 1. μτβ., ερεθίζω κάποιον πολύ, τον δαιμονίζω, τον κάνω έξω φρενών: Ηρωδιάς...του Γιοχαννάν την κατάρα γρικάει που τη φρενιάζει (Ι. Γρυπάρης). 2. αμτβ., γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών, με πιάνει μανία, δαιμονίζομαι, θυμώνω πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)